- Αὐλῶνες
- Αὐλώνhollowmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αὐλῶνες — αὐλών hollow masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεράπνη — θεράπνη, ή (Α) 1. υπηρέτρια («λιποῦσ Ἀσίαν Εὐρώπας θεράπναν», Ευρ.) 2. κατοικία, διαμονή («θεράπνας τῆσδε... χθονὸς λιπόντες», Ευρ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «θεράπναι αὐλῶνες* σταθμοί» 4. (ως κύριο όν., στον εν. και στον πληθ.) ή Θεράπνη, αἱ Θεράπναι … Dictionary of Greek
συγκτίζω — Α [κτίζω] 1. κτίζω ή ιδρύω από κοινού με άλλον πόλη ή αποικία 2. (γενικά) κτίζω, ιδρύω («χωρίον συνέκτισε Γάβα καλούμενον», Ιώσ.) 3. παθ. συγκτίζομαι α) δημιουργούμαι μαζί με άλλον β) καλλιεργούμαι («χωρία καλῶς γεωργεῑσθαι δυνάμενα καὶ αὐλῶνες… … Dictionary of Greek